- βωλοκοπώ
- (-άω) (AM βωλοκοπῶ, -έω) [βωλοκόπος]σπάω και διαλύω τους βώλους του χώματος σε αγρό μετά το όργωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωλοκόπῳ — βωλοκόπος clod breaking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
αβωλοκόπητος — η, ο [βωλοκοπώ] ο αγρός τού οποίου δεν έχουν σπάσει τους βώλους από χώμα, ο ασβάρνιστος … Dictionary of Greek
επικαταψώ — ἐπικαταψῶ, άω (Α) (για αγρό) βωλοκοπώ, σκαλίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταψάω «θωπεύω, χαϊδεύω»] … Dictionary of Greek
σβαρνίζω — και σβαρνώ, άω, Ν [σβάρνα] 1. θρυμματίζω τους βώλους τού χώματος με την σβάρνα, βωλοκοπώ 2. μτφ. α) περιστρέφω κάτι με ταχύτητα β) (ιδίως σχετικά με άνθρωπο) κυλώ κάποιον καταγής, σύρω, παρασύρω («τόν έπιασε από τον λαιμό και τόν σβάρνισε κάτω») … Dictionary of Greek
ψιλοχωματίζω — Ν θρυμματίζω τους βώλους οργωμένου χωραφιού, βωλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + χώμα, ατος + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek